διόπτρισις

German (Pape)

[Seite 634] ἡ, das Betrachten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διόπτρισις: -εως, ἡ, ἐξέτασις ἀκριβής, Ἰω. Χρυσόστ. 5, 41.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
examen, acción de examinar ἵνα τῇ συνεχείᾳ τῆς τοῦ λόγου διοπτρίσεως τῆς τοῦ ἀρχετύπου ὁμοιότητος μὴ διαμάρτωμεν Chrys.M.56.544.

Greek Monolingual

διόπτρισις, η (Α) δίοπτρον
προσεκτική εξέταση.