διόσπυρος

English (LSJ)

ὁ, = λιθόσπερμον, Dsc. 3.141.

Greek (Liddell-Scott)

διόσπυρος: ὁ, ἢ -ον, τό, ὀπώρα ὁμοία κερασίῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 13, 3.

Greek Monolingual

ο
γένος φυτών της οικογένειας εβενίδες
τα γνωστότερα είδη που φύονται ή καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι ο Diospyros lotus και ο Diospyros kaki, o λωτός.

German (Pape)

ὁ, = τὸ διόσπυρον.