δοιδυκοποιός

English (LSJ)

ὁ, pestle-maker, Plu.Phoc.4.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
fabricante de manos de almirez Plu.Phoc.4, cf. Sud.

German (Pape)

[Seite 651] ὁ, der Mörserkeulenverfertiger, Plut. Phoc. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de pilons.
Étymologie: δοίδυξ, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

δοιδῡκοποιός:делающий песты Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δοιδῡκοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων δοίδυκας, «γουδόχερα», Πλούτ. Φωκ. 4.

Greek Monolingual

δοιδυκοποιός, ο (Α)
αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ (-κος) «γουδοχέρι» + -ποιός < ποιώ].

Greek Monotonic

δοιδῡκοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής γουδοχεριών, σε Πλούτ.

Middle Liddell

n [from δοῖδυξ, ποιέω
a pestle-maker, Plut.