δοκούντως

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. pres. de δοκέω al parecer οὐκέτι δ. ὁ Πρόκλος λέγει τῷ Πλάτωνι Phlp.Aet.8.4, cf. 18.5 (pp. 627 y 628), Eustr.105.33.