δολιχαύχην

English (LSJ)

ενος, ὁ, ἡ, long-necked, πταναί E.Hel. 1487 (lyr.); κύκνος B.15.6, E.IA793 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δολῐχαύχην) -ενος
de largo cuello πταναί E.Hel.1487, κύκνος B.16.6, E.IA 794.

German (Pape)

[Seite 654] ενος, langhalsig; κύκνος, πταναί, Eur. I. A. 791 Hel. 1503.

French (Bailly abrégé)

ενός (ὁ, ἡ)
au long cou.
Étymologie: δολιχός, αὐχήν.

Russian (Dvoretsky)

δολιχαύχην: ενος adj. с длинной шеей (κύκνος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ μακρὸν ἔχων λαιμόν, πταναὶ Εὐρ. Ἑλ. 1487· κύκνος Ψευδευριπ. Ι. Α. 794.

Greek Monolingual

δολιχαύχην, ο, η (Α)
αυτός που έχει μακρύ αυχένα, λαιμό («δολιχαύχην κύκνος»).