δορκαδίζω

English (LSJ)

bound like an antelope, of the pulse, Herophil. ap. Gal.8.556, al.

Spanish (DGE)

medic. dar saltos de corzo en part. ὁ δορκαδίζων n. dado a un tipo de pulso, Herophil.168, 169, Gal.8.556, 9.303, Paul.Aeg.2.11.23, δορκαδίζων dif. de δίκροτος Gal.9.80.

German (Pape)

[Seite 658] wie ein Reh springen, vom Pulse, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δορκᾰδίζω: πηδῶ, σκιρτῶ ὡς δορκάς, δορκαδίζων σφυγμός, Γαλην. 2. 259· πρβλ. δαμαλίζω.

Greek Monolingual

δορκαδίζω (Α)
πηδώ, σκιρτώ σαν ζαρκάδι.