δίκροτος

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίκροτος Medium diacritics: δίκροτος Low diacritics: δίκροτος Capitals: ΔΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: díkrotos Transliteration B: dikrotos Transliteration C: dikrotos Beta Code: di/krotos

English (LSJ)

δίκροτον,
A double-beating, ῥόθια κώπας E.IT408 (lyr.); of the pulse, Archig. ap. Gal.8.537, al., Ruf.Syn.Puls.8.5.
2 of ships, with only two banks of oars manned, X.HG2.1.28; later, = διήρης, Arr.An.6.5.2, Luc.Am.6: Subst. δίκροτον, τό, Plb.5.62.3, App.Mith.17; δίκροτος, ἡ, AP7.640 (Antip.).
II δ. ἁμαξιτός a road for two carriages, E.El.775.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de doble golpe, que golpea dos veces ῥοθίοις εἰλατίνας δικρότοισι κώπας con los estruendosos dobles golpes del remo de abeto, e.e. a golpe de remos que baten el mar con doble estruendo (a cada lado de la nave), E.IT 407
esp. en medic., del pulso que golpea dos veces en una sola pulsación ὁ σφυγμὸς οὗτος, ὁ πρὸς Ἀρχιγένους δ. κεκλημένος Archig. en Gal.8.537, cf. 9.75, 78, 308, 503, σφυγμός Gal.9.80, cf. Ruf.Syn.Puls.8.5, Ps.Sor.Quaest.178.
2 náut., esp. milit., de barcos equipados con dos bancos de remeros αἱ μὲν τῶν νεῶν δίκροτοι ἦσαν, αἱ δὲ μονόκροτοι, αἱ δὲ παντελῶς κεναί X.HG 2.1.28
πλοῖον δ., ναῦς δ. birreme παραγενόμενοι δυσὶ πλοίοις δικρότοις ἐπὶ τὴν πομπήν IG 22.1008.76 (II a.C.), οἱ συστρατευσάμενοι Μιλησίων ἐν νηῒ δικρότῳ ID 1855.4, cf. 1856.7, 1857.2 (todas I a.C.), ναῦς ... τριήρεις ἢ δίκροτοι Mon.Anc.Gr.13.1, cf. Arr.An.6.5.2, Aristid.Or.25.4, D.C.74.11.3, ταχυναυτοῦν σκάφος ... τῶν δικρότων uno de esos navíos rápidos de dos bancos de remeros Luc.Am.6
subst. τὸ δ. birreme τριήρεις καὶ δίκροτα καὶ κέλητες Plb.5.62.3, cf. Str.16.4.23, οἱ στρατευσάμενοι ἐν τῷ δικρότῳ SEG 33.684 (Paros, heleníst.), cf. Lindos 707.2 (I a.C.), BGU 1745.3, 18 (I a.C.), App.Mith.17, Cic.Att.104.4, 411.4, Poll.1.82
tb. ἡ δ.: ταχινή AP 7.640 (Antip.Thess.), ἐξέπλευσε ... δικρότοις ἴσαις Ῥοδιακαῖς Plu.Luc.2, cf. B.Alex.47.2.
II doblemente golpeado δ. ἁμαξιτός carretera de doble calzada E.El.775.

German (Pape)

[Seite 630] zweimal schlagend, vom Pulse; Galen.; – von beiden Seiten geschlagen; κῶπαι, doppelte Ruder, Eur. I. T. 408; ἁμαξιτός, mit zwei Geleisen, El. 775; gew. vom Schiffe, = διήρης, nach E. M. (vgl. oben, Poll. 1, 82) mit zwei Reihen Ruderbänken; neben μονόκροτοι Xen. Hell. 2, 1, 28; vgl. Arr. An. 6, 5, 4; Luc. Amor. 6; Ant. Ih. 49 (VII, 640); τριήρεις, δίκροτα, κέλητες stellt Poll. 5, 62, 3 zusammen; öfter bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui heurte deux fois : δίκροτοι κῶπαι EUR rames manœuvrant sur les deux bords;
2 frappé de deux côtés ; en parl. de navires à deux bancs de rameurs (cf. διήρης).
Étymologie: δίς, κρότος.

Russian (Dvoretsky)

δίκροτος:
1 ударяющий с двух сторон, т. е. расположенный вдоль каждого корабельного борта (κῶπαι Eur.);
2 с двумя рядами весел, двухрядный (ναῦς Xen., Plut., Anth.; πλοῖα Polyb.; σκάφος Luc.);
3 двухколейный (ἁμαξιτός Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δίκροτος: -ον, ὁ διττῶς κροτῶν, σφυγμός, Γαλην. 8, σ. 28, 29, 268, 269· κῶπαι Εὐρ. Ι. Τ. 408. 2) ἐπὶ πλοίων, ὁ ἔχων διπλᾶς κώπας ἢ δύο σειρὰς κωπῶν ἐν ἐκατέρᾳ πλευρᾷ, ἀλλαχοῦ διήρης, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28, Ἀνθ. Π. 7. 640· πρβλ. μονόκροτος. ΙΙ. δ. ἁμαξιτός, ὁδὸς διὰ δύο ἁμάξας, Εὐρ. Ἠλ. 775.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δίκροτος, -ον)
φρ. «δίκροτος, σφυγμός» — ο σφυγμός που χτυπάει δύο φορές σε κάθε συστολή
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίκροτο πολεμικό ιστιοφόρο (17ος-19ος αιώνας) με τα πυροβόλα του τοποθετημένα σε δύο πυροβολεία
αρχ.
1. φρ. «δικρότοισι κώπαις» — ενώ τα κουπιά χτυπούσαν το κύμα κι απ' τις δυο μεριές του πλοίου
2. φρ. «δίκροτος ἀμαξιτός» — δρόμος από τον οποίο χωρούσαν να περάσουν δύο άμαξες
3. το θηλ. ως ουσ. η δίκροτος
πλοίο με δύο σειρές κουπιών σε κάθε πλευρά.

Greek Monotonic

δίκροτος: -ον,
I. 1. αυτός που κάνει διπλό κρότο, «χτυπά» διπλά, κῶπαι, σε Ευρ.
2. λέγεται για καράβια, με διπλά κουπιά ή με δύο σειρές κουπιών, σε Ξεν.
II. δ. ἁμαξιτός, οδός για δύο άμαξες, σε Ευρ.

Middle Liddell

δί-κροτος, ον adj
I. double-beating, κῶπαι Eur.
2. of ships, double-oared or with two banks of oars, Xen.
II. δ. ἁμαξιτός a road for two cars, Eur.

English (Woodhouse)

having two banks of oars

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)