δοροεργής

English (LSJ)

δοροεργές, tanning or currying hides, Man.4.320.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [plu. ac. -έας]
que curte pieles Man.4.320.

German (Pape)

[Seite 658] ές, in Holz arbeitend; ὁ, der Zimmermann, Man. 4, 320.

Greek (Liddell-Scott)

δοροεργής: -ές, ξυλουργός, Μανέθ. 4, 320 (δορυεργὴς ἐξ εἰκασίας).