δορύκρανος
English (LSJ)
δορύκτητος, δορύμαχος, v. δορικρανος.
Spanish (DGE)
(δορύκρᾱνος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que es la cabeza de la lanza λόγχη A.Pers.148.
German (Pape)
[Seite 659] λόγχη, speerköpfig, oben mit einer Spitze versehen, Aesch. Pers. 144, v.l. δορίκρ.
Russian (Dvoretsky)
δορύκρᾱνος: с копьевидным острием (λόγχη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δορύκρανος: δορύκτητος, δορύμᾰχος, ἧττον ὀρθοὶ τύποι ἀντὶ δορι-.
Greek Monotonic
δορύκρανος: δορύ-κτητος, δορύ-παλτος, δορυ-σθενής, λιγότερο ορθοί τύποι αντί δορι-.