δουροδόκος
English (LSJ)
ὁ, one of the principal beams of the roof, Harp. s.v. στρωτήρ, EM 731.10.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): δοροδόκος Sud.s.u. στρωτήρ, EM 731.10G.
viga τὰ μικρὰ δοκίδια τὰ ἐπάνω τῶν δουροδόκων τιθέμενα στρωτῆρας ἔλεγον Did.CP p.320, Sud.l.c., EM l.c.
Greek (Liddell-Scott)
δουροδόκος: ὁ, μία τῶν κυριωτάτων δοκῶν τῆς ὀροφῆς, «τὸ ξύλον τὸ ὑποδεχόμενον τῆς οἰκίας τὸν ὄροφον» Ἁρποκρ., Σουΐδ.· ἴδε Müller Archäol. d. Kunst § 283.