δρίμαι

English (LSJ)

ψῦχος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

δρίμαι: ψῦχος, Ἡσύχ. (Ἡ συνήθεια ὀνομάζει δρίμες καὶ δρίματα τὰς πέντε πρώτας ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου, καθ’ ἃς αἱ γυναῖκες δὲν πλύνουσι).