δραγματεύω

English (LSJ)

= δραγμεύω (collect the corn into sheaves), Eust.1162.17.

Spanish (DGE)

agavillar οἱ δὲ παῖδες δραγματεύοντες, ὅ ἐστι τὰ δράγματα συνάγοντες Eust.1162.17.

German (Pape)

[Seite 664] Eustath., = δραγμεύω.

Greek (Liddell-Scott)

δραγμᾰτεύω: δραγμεύω, Εὐστ. 1162. 17.

Greek Monolingual

δραγματεύω (Μ)
δραγμεύω.