δραγματεύω
English (LSJ)
= δραγμεύω (collect the corn into sheaves), Eust.1162.17.
Spanish (DGE)
agavillar οἱ δὲ παῖδες δραγματεύοντες, ὅ ἐστι τὰ δράγματα συνάγοντες Eust.1162.17.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δραγμᾰτεύω: δραγμεύω, Εὐστ. 1162. 17.
Greek Monolingual
δραγματεύω (Μ)
δραγμεύω.