δραπετίδης

English (LSJ)

δραπετίδου, Dor. δραπετίδας, ὁ, = δραπέτης (runaway, fugitive), δ. ἐμός ἐστιν Mosch. 1.3.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾱπετίδης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Μόσχ. 1. 3· - εἶναι δὲ πατρωνυμικὸν μόνον κατὰ τὸν τύπον, Λοβ. Αἴ. 879.

Greek Monolingual

δραπετίδης, ο (Α)
ο δραπέτης.

Greek Monotonic

δρᾱπετίδης: -ου, ὁ, = το προηγ., σε Μόσχ.