δρασματικός
English (LSJ)
δρασματική, δρασματικόν, = δραστήριος, Cat.Cod.Astr.2.165.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
enérgico, potente τὰ γὰρ ἀρρενικά τῶν ζῳδίων ... δρασματικά op. ἀδρανής Vett.Val.374.17.
δρασματική, δρασματικόν, = δραστήριος, Cat.Cod.Astr.2.165.
-ή, -όν
enérgico, potente τὰ γὰρ ἀρρενικά τῶν ζῳδίων ... δρασματικά op. ἀδρανής Vett.Val.374.17.