δρομέας

Greek Monolingual

ο (AM δρομεύς)
1. αυτός που τρέχει γρήγορα
2. αθλητής που αγωνίζεται στον δρόμο
νεοελλ.
οι δρομείς
υφομοταξία πτηνών που περιλαμβάνει τις στρουθοκαμήλους, το εμού κ.α. που δεν μπορούν να πετάξουν αλλά τρέχουν ταχύτατα
αρχ.
1. (στην Κρήτη) έφηβος
2. άλογο του ιπποδρόμου.