δρυΐνας

English (LSJ)

-ου, ὁ, serpent living in hollow oaks, Nic.Th.411, Dsc. Ther.11.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): δρυΐνης Hippiatr.Cant.71.16
• Morfología: [gen. δρυΐναο Androm.17, Nic.Th.411]
zool. serpiente arborícola τοῖς ... ὑπὸ δρυΐνου δηχθεῖσιν Dsc.Ther.11, cf. Androm.l.c., Artem.2.13, 4.56, Epiph.Const.Haer.66.9.4, sinón. χέλυδρος Nic.l.c., sinón. χέρσυδρος Eutecnius Th.Par.24.1.

German (Pape)

[Seite 668] ὁ, eine in hohlen Eichen sich aufhaltende Schlangenart, Nic. Th. 471.

Greek (Liddell-Scott)

δρυΐνας: ὁ, ὄφις διαμένων ἐντὸς τῶν κοιλωμάτων πεπαλαιωμένων δρυῶν, Νίκ. Θ. 411.

Greek Monolingual

δρυΐνας, ο (Α)
φίδι που ζει σε κουφάλες βαλανιδιάς.