δρυογόνος

English (LSJ)

δρυογόνον, (γενέσθαι) oak-grown, ὄρη Ar.Th.114.

Spanish (DGE)

-ον que produce robles o encinas ὄρη Ar.Th.114.

German (Pape)

[Seite 669] Eichen hervorbringend; ὄρη, Ar. Thesmoph. 114.

Russian (Dvoretsky)

δρυογόνος: поросший дубравами, лесистый (ὄρη Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

δρυογόνος: -ον, ὁ παράγων δρῦς, κεκαλυμμένος μὲ δρῦς, ὄρη Ἀριστοφ. Θεσμ. 114.

Greek Monolingual

δρυογόνος, -ον (Α)
φρ. «ὄρη δρυογόνα» — όρη σκεπασμένα με βαλανιδιές.