épq. c. δρῷμι.
δρώοιμι: эп. = δρῷμι (см. δράω).
δρώοιμι: Ἐπ. εὐκτ. τοῦ ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ δράω.
see δράω.
δρώοιμι: Επικ. αντί δρῷμι, ευκτ. του δράω.