δρώοιμι

French (Bailly abrégé)

épq. c. δρῷμι.

Russian (Dvoretsky)

δρώοιμι: эп. = δρῷμι (см. δράω).

Greek (Liddell-Scott)

δρώοιμι: Ἐπ. εὐκτ. τοῦ ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ δράω.

English (Autenrieth)

see δράω.

Greek Monotonic

δρώοιμι: Επικ. αντί δρῷμι, ευκτ. του δράω.