δυνάστις

English (LSJ)

-ιδος, ἡ, fem. of δυνάστης, Demetr. Eloc. 292; τύχηπάντων δ. ἀνθρώπων dub. in Phld. Mort. 24.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ
soberana, reina ἀηδῶς ἀκούουσιν οἱ δυνάσται καὶ δυνάστιδες τὰ αὑτῶν ἁμαρτήματα Demetr.Eloc.292, fig. τύχη [ἡ πάντ] ων δυνά[στις ἀνθρώ] πων Phld.Mort.24 (dud.).

German (Pape)

[Seite 673] ιδος, ἡ, fem. zu δυνάστης, Demetr. Phal. § 811.

Greek (Liddell-Scott)

δῠνάστις: -ιδος, ἡ θηλ. τοῦ δυνάστης, Δημ. Φαλ. 311.