δυναμόμετρο

Greek Monolingual


το
1. συσκευή που χρησιμεύει για τη μέτρηση της έντασης μιας δύναμης
2. όργανο που μετρά τη μεγέθυνση τών διοπτρών και τών τηλεσκοπίων.