δυοποιός

English (LSJ)

δυοποιόν, making two, Arist.Metaph.1083b36, Procl.in Prm. p.548S.

Spanish (DGE)

-όν
duplicador ἡ ... ἀόριστος δυὰς δ. ἦν Arist.Metaph.1083b36, τὸ ἕν Procl.in Prm.712, cf. Syrian.in Metaph.158.8, sinón. διπλασιαστικός Alex.Aphr.in Metaph.756.23.

German (Pape)

[Seite 674] zwei hervorbringend, Arist. Metaph. 12, 7, 8.

Russian (Dvoretsky)

δυοποιός: удваивающий, создающий четность (δυάς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

δυοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, παράγω δύο, Ἀριστ. Μεταφ. 12. 8, 14.

Greek Monolingual

δυοποιός, -όν (Α)
αυτός που παράγει δύο («ἡ γὰρ ἀόριστος δυὰς δυοποιὸς ἦν», Αριστοτ.).