δυσάλιος

English (LSJ)

[ᾱ], ον, Dor. for δυσήλιος.

Spanish (DGE)

v. δυσήλιος.

German (Pape)

[Seite 675] dor. = δυσήλιος, Eur. Rhes. 247.

Russian (Dvoretsky)

δυσάλιος: (ᾱ) дор. = δυσήλιος.

Greek (Liddell-Scott)

δυσάλιος: -ον, Δωρ. ἀντὶ δυσήλιος.

Greek Monolingual

δυσάλιος, -ον (Α)
1. δυσήλιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσάλιον
τρικυμία.

Greek Monotonic

δυσάλιος: -ον, Δωρ. αντί δυσ-ήλιος.