δυσήλιος
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
Dor. δυσάλιος, ον,
A ill-sunned, sunless, κνέφας A.Eu.396 (lyr.), cf. E.Rh.247 (lyr.), Plu.Mar.11, etc.
II too much sunned, parched, θέρος Trag.Adesp.340.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. -άλιος A.Eu.396, E.Rh.247
1 carente de sol, sombrío κνέφας A.l.c., ὅταν ᾖ δυσάλιον ἐν πελάγει cuando está oscuro en el mar E.l.c., φάραγγες Moschio Trag.6.5, γῆ Plu.Mar.11, Luc.Abd.27, ἀέρες Orib.1.2.12.
2 excesivamente abrasado por el sol θέρος Trag.Adesp.340, cf. AB 36.
German (Pape)
[Seite 680] 1) schlecht besonnt, dunkel; κνέφας Aesch. Eum. 374; vgl. Eur. Rhes. 247; neben σύσκιος γῆ καὶ ὑλώδης Plut. Mar. 11; vgl. Luc. Abd. 27. – 2) θέρος, sehr sonnig, zu heiß, B. A. 36.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mal éclairé par le soleil, sombre.
Étymologie: δυσ-, ἥλιος.
Russian (Dvoretsky)
δυσήλιος: дор. δυσάλιος 2 (ᾱ) лишенный солнца, бессолнечный, темный (κνέφας Aesch.; γῆ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσήλιος: Δωρ.- άλιος, ον, κακῶς ἡλιαζόμενος, ἄνευ ἡλίου, κνέφας Αἰσχύλ. Εὐμ. 396· δ. φάραγγας Εὐρ. Ρήσ. 247, Πλούτ. Μαρ. 11, κτλ. ΙΙ. παραπολὺν ἥλιον ἔχων, θέρος, τὸ ἄκρως καταφλέγον, Α. Β. 36.
Greek Monolingual
δυσήλιος, -ον (Α)
1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει ήλιο, ο ανήλιαγος
2. (για εποχή) αυτός που έχει υπερβολικό ήλιο.
Greek Monotonic
δυσήλιος: Δωρ. -άλιος, -ον, ανήλιαγος, σκοτεινός, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
sunless, Aesch., Eur.