δυσίδρως

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, hardly perspiring, Thphr. Sud.18.

Spanish (DGE)

-ωτος que suda difícilmente παῖδες Thphr.Sud.18, 20.

German (Pape)

[Seite 681] ωτος, schwer in Schweiß kommend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δυσίδρως: -ωτος, ὁ, ἡ, δυσκόλως ἱδρώνων, οἱ παῖδες δυσίδρωτες τῶν ἀνδρῶν μᾶλλον Θεόφρ. Ἀποσπ. 9. 18.

Greek Monolingual

δυσίδρως (-ωτος), ο, η
(Α)
αυτός που ιδρώνει δύσκολα.