δυσανάλωτος

English (LSJ)

[ᾱλ], ον hard to destroy, consume, στοιχεῖον Ph.2.505.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de descomponer, difícil de deshacer μᾶζα Erasistr.259, γῆ Ph.2.505.

German (Pape)

[Seite 675] schwer zu verzehren, zu verthun?

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσανάλωτος, -ον)
αυτός που δύσκολα αναλώνεται, που δεν ξοδεύεται εύκολα.