δυσανάπειστος
English (LSJ)
δυσανάπειστον, hard to convince, Pl.Prm.135a.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de convencer ταῦτα λέγοντα ... θαυμαστῶς ὡς δυσανάπειστον εἶναι que es extremadamente difícil convencer al que dice tales cosas Pl.Prm.135a.
2 adv. δυσαναπείστως = con desconfianza δ. ἔχομεν περὶ ... desconfiamos de que ... Procl.Opusc.2.32.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu überzeugen, Plat. Parm. 135 a.
Russian (Dvoretsky)
δυσανάπειστος: с трудом поддающийся убеждению, упорствующий в своем мнении Plat.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάπειστος: -ον, δυσκατάπειστος, Πλάτ. Παρμ. 135Α.
Greek Monolingual
δυσανάπειστος, -ον (Α)
που δύσκολα αναπείθεται, που δεν αλλάζει γνώμη εύκολα.