δυσαφής

English (LSJ)

δυσαφές, hard to the touch, σάρξ Id.6.100.

Spanish (DGE)

-ές duro, áspero al tacto σάρξ Gal.6.100.

Greek Monolingual

δυσαφής, -ές (Α)
τραχύς στην αφή («δυσαφής σάρξ»).