δυσδιεξίτητος

English (LSJ)

[ῐτ], ον hard to get through, v.l. in D.S.3.44.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de atravesar ὄρος Synes.Ep.104.
2 irrefutable λόγος Cyr.Al.Dial.Trin.449c.
II adv. -ως de manera difícil de soltarse ἀπαλλάσσεσθαι Sch.Theoc.14.51.

German (Pape)

[Seite 678] schwer durchzugehen, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιεξίτητος: -ον, δι’οὗ δύσκολον εἶνε νὰ διέλθῃ τις, λαβυρινθῶδες καὶ δ. Συνέσ. 246D.

Greek Monolingual

δυσδιεξίτητος, -ον (Α)
αυτός απ' όπου διέρχεται κανείς με δυσκολία («καὶ γὰρ εἰσελθόντι λαβυρινθῶδες ἐστὶ καὶ δυσδιεξίτητον», Συνέσ.).