δυσεπίτευκτος
English (LSJ)
δυσεπίτευκτον,
A hard to accomplish, στρατεία D.S.17.93; ineffective, Vett.Val.43.12, al., Cat.Cod.Astr.1.164. Adv. δυσεπιτεύκτως = in inefficient manner Vett.Val.194.27.
2 hard to treat, Hippiatr.26.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de realizar στρατεία D.S.17.93, ἐπιβολαί D.S.32.18
•difícil de alcanzar πρᾶγμα Erot.Fr.60, ἀρετή Gr.Nyss.Beat.145.13.
2 que difícilmente tiene éxito, desafortunado de pers. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.42.22, cf. 48.15, πρὸς τὸν γάμον καὶ τὰ ἀφροδίσια Cat.Cod.Astr.1.164.4.
3 difícil de tratar de heridas Hippiatr.26.5.
II adv. δυσεπιτεύκτως = de forma incompleta, sin éxito ἐν τοῖς διαπρασσομένοις δυσεπιτεύκτως ἢ μετὰ ὑπερθέσεως Vett.Val.185.4.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu erreichen, schwer gelingend; D. Sic. 17, 93.
Russian (Dvoretsky)
δυσεπίτευκτος: с трудом достижимый Diod.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεπίτευκτος: ον δυσκόλως ἐπιτυγχανόμενος, δυσκατόρθωτος, Διόδ. 17. 93.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσεπίτευκτος, -ον)
αυτός που δύσκολα επιτυγχάνεται ή κατορθώνεται
αρχ.
αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.