δυσποτμέω

English (LSJ)

despair of oneself, ἐν ἀρρωστίαις Plb.33.17.1.

Spanish (DGE)

desesperar del destino, abatirse τοῖς ἐν ταῖς πολυχρονίοις ἀρρωστίαις δυσποτμοῦσι Plb.33.17.1, cf. D.S.31.43.

German (Pape)

[Seite 687] unglücklich sein, Suid. aus Pol.

Greek (Liddell-Scott)

δυσποτμέω: εἶμαι ἀτυχής, δυστυχῶ, Πολύβ. Ἀποσπ. Γραμμ. 41.

Russian (Dvoretsky)

δυσποτμέω: быть несчастливым Polyb., Diod.