δυσφήμιστος
English (LSJ)
δυσφήμιστον, = δύσφημος (of ill omen, boding ill, slanderous, shameful, abusive, of ill fame, evil), Suid. s.v. δυσκληδόνιστος.
Spanish (DGE)
-ον de mal augurio glos. a δυσκλῃδόνιστον Sud.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφήμιστος: -ον, = τῷ ἑπομ., Σουΐδ.
German (Pape)
= δύσφημος, Suid.