δυσφραδής

Spanish (DGE)

-ές
1 difícil de pronunciar de una frase, Eust.1133.1.
2 innombrable, nefastosinón. de ἀποφράς Eust.1878.50.

Greek Monolingual

δυσφραδής, -ές (Μ)
αυτός που προφέρεται με δυσκολία.