ἀποφράς

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφράς Medium diacritics: ἀποφράς Low diacritics: αποφράς Capitals: ΑΠΟΦΡΑΣ
Transliteration A: apophrás Transliteration B: apophras Transliteration C: apofras Beta Code: a)pofra/s

English (LSJ)

ἀποφράδος, ἡ, (φράζω)
A not to be mentioned, unlucky; ἀποφράδες ἡμέραι = days on which no business was done, unlucky days, unfortunate days, dies nefasti, opp. καθαραὶ ἡμέραι, Pl.Lg.800d, cf. Lys.Fr.43.2, Plu.Alc.34, Luc.Pseudol. 12; ἀποφράδες πύλαι at Rome, = portae nefastae, Plu.2.518b.
II rarely as masc. Adj., impious, wicked, ἄνθρωπος Eup.309; βίος Luc.Pseudol.32.

Spanish (DGE)

ἀποφράδος
1 innombrable, nefasto ἡμέραι op. καθαραί Pl.Lg.800d, Lys.Fr.5.2, Plu.Alc.34, Cam.19, 2.203a, Moer.49, Luc.Pseudol. tít. y passim, Arr.Byth.37, D.C.71.34.2, Ph.2.330, Poll.8.141
ἀποφράδας· κακάς. παρατηρησίμους Hsch.
aplicado a βίος por efecto cóm. vida nefasta Luc.Pseudol.32, πύλαι en Roma portae nefastae Plu.2.518b.
2 impío, nefasto ἄνθρωπος Eup.332.
• Etimología: Prob. deriv. inverso de ἀπό y φράζω, q.u.

German (Pape)

[Seite 335] ἀποφράδος, ἡ, ἡμέρα, dies nefastus, ein unglücklicher Tag, an dem keine Volksversammlung und kein Gericht gehalten wurde, B. A. 5 καθ' ἃς ἀπηγόρευτό τι πράττειν, vgl. Luc. Pseudol.; Plut. Cam. 19; ἀποφράδες πύλαι, das Thor in Rom, durch welches die Verurtheilten abgeführt wurden, Plut. de curios. 6; Eupol. bei B. A. u. A. auch ἄνθρωπος, τὸν οἷον ἀπαίσιον καὶ ἔξεδρον καὶ ἐπάρατον; βίος Luc. Pseudol. 32.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
dont il ne faut pas parler (cf. lat. nefandus, infandus) ; maudit, néfaste ; ἀποφράδες πύλαι la porte maudite, par où les condamnés à mort étaient conduits au supplice.
Étymologie: ἀπό, φράζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφράς: ἀποφράδος adj.
1 бесчестный, нечестивый (βίος Luc.);
2 роковой, злосчастный: ἀποφράδες πύλαι Plut. роковые ворота (в Риме, через которые осужденные выводились на казнь);
3 (лат. nefastus) неприсутственный (ἡμέρα Plat., Lys., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφράς: ἀποφράδος, ἡ, (φράζω) δυσοίωνος, κακή, Λατ. infandus, nefandus, ἀποφράδες ἡμέραι, Λατ. dies nefasti, «ὅταν μήτε αἱ ἀρχαὶ χρηματίζωσι, μήτε εἰσαγώγιμοι αἱ δίκαι ὦσι. μήτε τὰ ἱερὰ ἱερουργῆται, μηθ’ ὅλως τι τῶν αἰσίων τελῆται» Λουκ. Ψευδ. 12 (;)· καθαραὶ ἡμέραι Πλάτ. Νόμ. 800D· Λυσίας Ἀποσπ. 31, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρβλ. Att. Process σ. 152, Λοβ. Ἀγλαοφ. σ. 431: - ἀποφράδες πύλαι, αἱ πύλαι ἐν Ρώμῃ, δι’ ὧν ἀπήγοντο εἰς θάνατον οἱ κατάδικοι, Πλουτ. 2. 518 Β. ΙΙ. σπανίως ὡς ἀρσ. ἐπίθ., ἀσεβής, μοχθηρός, ἄνθρωπος Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 22· βίος Λουκ. Ψευδολ. 32· ἀπ. ἐνιαυτοὶ Συνέσ. 150 C.

Greek Monolingual

η (AM ἀποφράς) φράζω
(για ημέρες) αυτή που δεν θα ήθελε κανείς ούτε να αναφέρει, δυσοίωνη, απαίσια
αρχ.
1.ἀποφράς
ασεβής, κακός
2. φρ. «ἀποφράδες πύλαι» — πύλες στη Ρώμη από τις οποίες περνούσαν οι μελλοθάνατοι.

Greek Monotonic

ἀποφράς: -άδος, ἡ (φράζω), αυτή που δεν πρέπει να αναφέρεται, δυσοίωνη, κακή· ἀποφράδες ἡμέραι, Λατ. dies nefasti, οι ημέρες κατά τις οποίες παύει κάθε δραστηριότητα, σε Πλάτ.

Frisk Etymological English

-άδος
Grammatical information: adj.
Meaning: unlucky, wicked (Pl.)
Other forms: Mostly f., of ἡμέρα, but also m. (Eup. 309).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From φράζω, φραδή, φράδμων, with -φράς after the nouns in -άς; Chantr. Form. 351, Schwyzer 507.

Middle Liddell

φράζω
not to be mentioned: ἀποφράδες ἡμέραι, Lat. dies nefasti, days on which no business was done, Plat.

Frisk Etymology German

ἀποφράς: -άδος
{apophrás}
Grammar: f.,
Meaning: auf ἡμέρα bezogen, unglücklicher Tag, an dem keine Volksversammlung und kein Gericht gehalten wird (Pl., Lys., Plu., Luk.), als Übersetzung von nefastus Plu. 2, 518b (ἀποφράδες πύλαι = portae nefastae); selten auf maskuline Begriffe bezogen: ἀποφρὰς ἄνθρωπος Eup. 309; βίος Luk. Pseudol. 32.
Etymology: Wird allgemein mit φράζω, φραδή, φράδμων verknüpft, wobei -φράς als ein postverbales Wurzelnomen im Anschluß an die Nomina auf -άς zu beurteilen ist, Chantraine Formation 351, Schwyzer 507 (unklar Strömberg Greek Prefix Studies 38f.). Vgl. auch verstümmelte bzw. haplologische Bildungen wie ἀντηρίς, s. d.
Page 1,125

Mantoulidis Etymological

(=δυσοίωνη, κακή). Ἀπό τό ἀπό + φράζω.