δυωδέκατος

English (LSJ)

v. δωδέκατος.

German (Pape)

[Seite 693] s. δωδέκατος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
c. δωδέκατος.
Étymologie: δύω³, δέκατος.

Greek Monolingual

δυωδέκατος, -ον (Α)
δωδέκατος.

Russian (Dvoretsky)

δυωδέκᾰτος: Hom. = δωδέκατος.