δωδέκατος

From LSJ

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνονPlato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδέκᾰτος Medium diacritics: δωδέκατος Low diacritics: δωδέκατος Capitals: ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ
Transliteration A: dōdékatos Transliteration B: dōdekatos Transliteration C: dodekatos Beta Code: dwde/katos

English (LSJ)

η, ον,
A twelfth, Il.24.781, etc.; δ. τόκοι, 8 1/3%, SIG364.74 (Ephesus, iii B. C.), etc.:—Ep. δυωδ-, Il.1.493, etc.
II δωδεκάτη, ἡ, = Χόες, Hsch.

Spanish (DGE)

(δωδέκᾰτος) -η, -ον
• Alolema(s): δυω- Il.1.493, Hes.Op.774, Hdt.1.19, 3.92, A.R.2.899, Bito 59.7; δυο- ID 104-27B.12 (IV a.C.), D.L.7.149, Dam.in Prm.161, 173, Simp.in Cael.665.27
• Morfología: [beoc. dat. fem. δυοδεκάτη IG 7.519.2 (Tanagra III a.C.)]
I 1duodécimo ref. al tiempo ἠώς la duodécima aurora, Il.1.493, 24.781, A.R.l.c., ἔτος Hdt.1.19, Th.5.51, I.AI 20.138, μήν Theoc.15.103, ἠριγένεια Orph.A.1185, δεκάς Orac.Sib.11.42, ὥρα Heph.Astr.2.11.38
no temp. δ. (υἱός) de los de Neleo, Hes.Fr.35.7, νόμος Hdt.3.92, δρόμος la duodécima vuelta de la carrera, Pi.O.6.75, ἄροτος S.Tr.825, (στέφανος) ID l.c., οἰστός Nonn.D.7.128, (θεμέλιος) Apoc.21.20, cf. Heph.Astr.1.12.2
neutr. como adv. ὕπατος δωδέκατον cónsul por duodécima vez, SEG 36.1207.3 (Pisidia I a.C.)
en una enumeración en duodécimo lugar Dam.in Prm.149, 161, 173, Simp.l.c.
neutr. sg. como adv. doce veces δ. δὲ πάσης τῆς ἡμέρας εὔχεσθαι ... τοσαυτάκις δὲ καὶ νύκτωρ Soz.HE 3.4.14.
2 τό δ. μέρος la doceava parte τῆς βουλῆς Pl.Lg.758d, τοῦ ὅλου μήκους Bito l.c.
II subst.
1 ἡ δ. (sc. ἡμέρα) el duodécimo día, Od.4.747, Hp.Epid.3.1.6, Plu.Lyc.27
esp. el duodécimo día del mes, Hes.Op.774, Th.2.15, D.59.76, IG l.c., Ath.Decr.208.3 (III a.C.), ICallatis 47.2 (II a.C.), BGU 33.1039.61 (Cime II a.C.), IIasos 245.18, 27 (imper.), Hsch.
tít. de una comedia de Fililio, Poll.10.70, Sud.s.u. Φιλύλλιος.
2 ἡ δ. (sc. βύβλος) el duodécimo libro Hsch.α 298, pero tb. ἐν τῷ δυοδεκάτῳ (sc. βυβλίῳ) τοῦ Φυσικοῦ λόγου en el duodécimo libro del tratado sobre la Física D.L.l.c., cf. Ath.644a.
3 τὸ δ. doceavo σποδίου Hp.Epid.2.5.22, ὁ γὰρ θερινὸς τροπικὸς ἀπέχει ἀπὸ τοῦ ὁρίζοντος ἑνὸς ζῳδίου ἥμισυ καὶ δωδέκατον Str.2.5.42, τόκους δὲ αὐτοῖς εἶναι μὴ πλείους δωδεκάτων que sus intereses no excedan la doceava parte, e.e. el ocho y medio por ciento, IEphesos 4A.74 (III a.C.).

German (Pape)

[Seite 694] η, ον, der zwölfte, von Hom. an überall, poet. Form δυωδέκατος; bei Homer die Form δωδέκατος dreimal, Iliad. 1, 425. 24, 781 Odyss. 4, 747; häufiger die Form δυωδέκατος, z. B. Iliad. 1, 493. 24, 413 Odyss. 4, 588. – Oft ἡ δωδεκάτη (δυωδεκάτη) substantivisch = der zwölfte Tag (ἡμέρα), z. B. Odyss. 4, 588. 747; τὸ δωδέκατον substantivisch = der zwölfte Teil (μέρος) Strab. 2 p. 135.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
douzième.
Étymologie: δώδεκα.

English (Slater)

δωδέκᾰτος twelfth περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν (O. 6.75)

English (Strong)

from δώδεκα; twelfth: twelfth.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δωδέκατος, -η, -ον)
αυτός που έχει τη θέση του αριθμού δώδεκα («πέτυχε δωδέκατος»)
νεοελλ.
1. φρ. «δωδέκατη ή δωδέκατη ώρα»
α) μεσημέρι ή μεσάνυχτα
β) το τελευταίο χρονικό περιθώριο που μπορεί να γίνει κάτι, η κρίσιμη στιγμή
2. (τυπογρ.) «το δωδέκατο σχήμα» ή απλώς το δωδέκατο
τυπογραφικό σχήμα κατά το οποίο η τυπ. κόλλα (φύλλο) διπλώνεται έτσι ώστε να γίνονται 24 σελίδες
3. το θηλ. ως ουσ. η δωδεκάτη
ο δωδέκατος φθόγγος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.δωδέκατος
ονομασία μήνα στη Λοκρίδα και στην Καρία
2. (το θηλ. ως ουσ,) ἡ δωδεκάτη
η δεύτερη ημέρα της γιορτής τών Ανθεστηρίων, οι χόες
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δωδέκατον
το κλάσμα της μονάδας διαιρεμένης διά του δώδεκα.

Greek Monotonic

δωδέκᾰτος: -η, -ον, δωδέκατος στη σειρά, σε Όμηρ. κ.λπ.· Επικ. δυωδ-, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δωδέκᾰτος: двенадцатый Hom., Soph., Plat. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωδέκατος -η -ον, ook δυωδέκατος [δώδεκα] twaalfde.

Middle Liddell

δωδέκᾰτος, η, ον
the twelfth, Hom., etc.: epic δυωδ-, Hom.

Chinese

原文音譯:dwdškatoj 多-得卡拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:二-(第)十
字義溯源:第十二;源自(δώδεκα)=二加十);由(δύο / δισμυριάς)*=二)與(δέκα / δεκαέξ / δεκαοκτώ)*=十)組成。在新耶路撒冷十二根基的材料上,說到第十二是紫晶( 啓21:20)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 第十二(1) 啓21:20

Lexicon Thucydideum

duodecimus, twelfth, 2.15.4, 4.119.1, 5.51.2.