δωδεκάπαις
English (LSJ)
παιδος, ὁ, ἡ, with twelve children, λοχείη APl.4.132 (Theodorid.).
Spanish (DGE)
-ιδος
de doce hijos λοχεία AP 16.132 (Theodorid.), μήτηρ Tz.H.4.420.
German (Pape)
[Seite 694] mit zwölf Kindern; λοχείη Theodorid. 7 (Plan. 132).
French (Bailly abrégé)
παιδος (ὁ, ἡ)
qui a douze enfants.
Étymologie: δώδεκα, παῖς.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάπαις: ὁ, ἡ, ἔχων δώδεκα τέκνα, λοχείη Ἀνθ. Πλαν. 132· Νιόβη… μήτηρ δ. Τζέτζ. Ἱστ. 4, 417.
Greek Monolingual
δωδεκάπαις, η (Α)
φρ. «δωδεκάπαις λοχείη» — γέννα δώδεκα παιδιών.
Greek Monotonic
δωδεκάπαις: ὁ, ἡ, αυτός που έχει δώδεκα παιδιά, τέκνα, σε Ανθ.
Middle Liddell
with twelve children, Anth.