[Seite 696] gern geben wollen, desiderat. zu δίδωμι, Hesych.
δωσείω: ἐφετικόν, ἐπιθυμῶ, εἶμαι πρόθυμος νὰ δώσω, Ἡσύχ., πρβλ. Piers. Μοῖρ. 14.