[Seite 654] (δοκίον ist falsch accentuirt), τό, dim. von δοκός; Arist. H. A. 4, 7; D. Sic. 18, 42.
δόκιον: τό, = δοκίς, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 7, 14, Διόδ. 18. 42.
δόκιον: и δοκίον τό брусок, палка Arst., Diod.