δύσθλαστος

English (LSJ)

δύσθλαστον, hard to crush, tough, Thphr. HP 8.4.1 (Comp.), Gal.UP11.17.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de aplastar, duro καυλός Thphr.HP 8.4.1, del tejido cartilaginoso, Gal.3.919, cf. Olymp.in Mete.326.19, 328.22.

German (Pape)

[Seite 681] schwer zu zerbrechen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δύσθλαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ θλάσῃ τις, δύσθραυστος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 4, 1, ἐν τῷ συγκρ.

Greek Monolingual

δύσθλαστος, -ον (Α)
αυτός που δεν σπάζει εύκολα.