δύσμεικτος

English (LSJ)

or δύσμικτος, ον,
A hard to mix: without affinity, Pl.Ti. 35a, etc.
II unsocial: Adv. δυσμείκτως, ἔχειν Plu.2.640d.

Spanish (DGE)

v. δύσμικτος.

Russian (Dvoretsky)

δύσμεικτος: v.l. = δύσμικτος.