δύσνυμφος

English (LSJ)

δύσνυμφον, ill-wedded or ill-betrothed, E.IT216 (lyr.), Tr.144 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [fem. -α E.Tr.144]
mal casado, de boda funesta νύμφα E.IT 216, κόραι E.l.c., cf. Orac.Sib.11.285, Θεσσαλίη Orac.Sib.7.56.

German (Pape)

[Seite 685] als Braut unglücklich, νύμφη, κοῦραι, Eur. I. T. 216 Troad. 145.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. f.
malheureuse jeune femme.
Étymologie: δυσ-, νύμφη.

Russian (Dvoretsky)

δύσνυμφος: adj. f (о невесте) несчастная, злополучная (νύμφη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσνυμφος: υν, ὁ δυστυχὴς ἐν τῷ γάμῳ αὐτοῦ, Εὐρ. 1. Τ. 216, Τρῳ. 145.

Greek Monolingual

δύσνυμφος, -ον (Α)
(για γυναίκα) η δυστυχισμένη στον γάμο.

Greek Monotonic

δύσνυμφος: -ον (νύμφη), αυτός που είναι δυστυχισμένος στο γάμο ή στον αρραβώνα του, κακοπαντρεμένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

δύσ-νυμφος, ον νύμφη
ill-wedded or ill-betrothed, Eur.