δύσπλυτος

English (LSJ)

δύσπλυτον, hard to wash clean, Hp.Mul.2.122.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de limpiar una mancha δύσπλυτα ἐμμένει Hp.Mul.2.122, λάχανα Hsch.s.u. δυσβράκανον
fig. del pecado ὁ δ. τῆς ἁμαρτίας ... ῥύπος Amph.Or.4.200.

German (Pape)

[Seite 687] schwer abzuwaschen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δύσπλῠτος: -ον, δυσκόλως πλυνόμενος, ἰμάτια Ἱππ. 644. 40.

Greek Monolingual

δύσπλυτος, -ον (Α)
δύσκολος να πλυθεί.