δύσπρακτος

English (LSJ)

δύσπρακτον, hard to do, Poll.3.131,5.105.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: acent. -τός Paul.Al.61.9
I difícil de realizar, trabajoso, molesto Poll.3.131, 5.105, glos. a ἄπρηκτος Sch.A.R.1.246b.
II 1que dificulta el trabajo ἐπιτάραχος ... χρόνος καὶ δ. καὶ ὑπερθετικός Vett.Val.173.5.
2 inefectivo, con escasa influencia δ. δὲ ὁ τόπος οὗτος καθέστηκε del octavo topos del zodiaco, Paul.Al.l.c.
3 de pers. que actúa sin éxito, fracasado δυσπράκτους δὲ καὶ δυσπερικτήτους καὶ ἀπροκόπους ... ἀποτελεῖ Paul.Al.65.15
incapaz de pagar ἐκ τῶν ἀπόρων καὶ δυσπράκτων προσώπων Cyr.S.V.Sab.54.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu thun, Poll. 3. 131.

Greek (Liddell-Scott)

δύσπρακτος: -ον, δυσκόλως πραττόμενος, δυσκατέργαστος, Πολυδ. Γ΄, 131, Ε΄, 105.