και δώθενε και δώθεςεδώθε, προς τα εδώ, από εδώ, εδώ («από δώθενε μακριά», Σολωμ.)2. (παρ), «δώθε πάν' οι άλλοι» — για διαφυγή από ανεπιθύμητη περιπέτεια.