δώθε

Greek Monolingual

και δώθενε και δώθες
εδώθε, προς τα εδώ, από εδώ, εδώ («από δώθενε μακριά», Σολωμ.)
2. (παρ), «δώθε πάν' οι άλλοι» — για διαφυγή από ανεπιθύμητη περιπέτεια.