περιπέτεια
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ἡ, (περιπετής)
A turning right about, reversal of the normal order, Arist.HA590b13; esp. sudden change of condition or fortune, Id.Rh.1371b10; π. τύχης D.S.8.10; mostly from good to bad, Plb.1.13.11, etc.: less freq. from bad to good, Id.21.26.16, D.S. 4.43: generally, any strange occurrence, unexpected event, Plb.9.12.6, 38.9.2, D.S.3.57, etc.; ἐκ π. Arist.Po.1454b29, cf. Plb.32.8.4, Sch. BTIl.2.156.
2 esp. sudden reversal of circumstances on which the plot in a Tragedy hinges, such as Oedipus' discovery of his parentage, ἔστι δὲ π. ἡ εἰς τὸ ἐναντίον τῶν πραττομένων μεταβολή Arist.Po.1452a22, cf. 1450a34(pl.).
b the plot itself, = ὑπόθεσις, S.E.M.3.3.
3 ἡ π. τοῦ λόγου the varied course of the argument, Olymp.in Mete.98.12, 274.28: but in plural, of cheap sensational effects, Phld.Po.5.33.
German (Pape)
[Seite 586] ἡ, plötzliches Umschlagen, Aenderung der Glücksumstände zum Guten oder Bösen; Arist. rhet. 1, 11; καὶ συγκύρησις, Pol. 9, 12, 6; αἱ ἐκ ταὐτομάτου περιπέτειαι, 9, 9, 3; zum Guten, 22, 9, 16; bes. Unglück, 1, 13, 11 u. öfter; vgl. noch οὐκ ὀλίγοις τὰς ἐκπληκτικωτάτας περιπετείας εἰς τὴν τοῦ συμφέροντος περιπεπτωκέναι μερίδα, 3, 4, 5; Plut. δεινὸν ἀνελπ ίστου περιπετείας ἀγῶνα, de gen. Socr. 29, u. öfter. – In der Tragödie u. Comödie, wo der Knoten, die dramatische Verwickelung sich durch plötzliche Umänderung des Glückes lös't, Arist. poet. 11, 1 u. A.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
passage subit d'un état à un état contraire ; événement imprévu ou extraordinaire (bonheur soudain, plus souv. malheur imprévu).
Étymologie: περιπετής.
2ων (τά) :
fête macédonienne.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπέτεια -ας, ἡ [περιπετής] omslag, plotselinge verandering, verwarring:; εἰς δεινάς... περιπετείας καθίστη τοὺς Ἀθηναίους (de chaos) bracht de Atheners in vreselijke verwarring Plut. Nic. 21.9; peripetie, beslissende wending (als kenmerk v. e. tragedie):; ἔστι δὲ περιπετεία μὲν ἡ εἰς τὸ ἐναντίον τῶν πραττομένων μεταβολή de peripetie is de omslag van de handeling in het tegenovergestelde Aristot. Poët. 1452a22; uitbr. onverwacht voorval:. αἱ δὲ ἐκ περιπετείας andere (herkenningen die voortvloeien) uit een plotseling voorval Aristot. Poët. 1454b29.
Russian (Dvoretsky)
περιπέτεια: ἡ
1 неожиданное событие, внезапная перемена (ἀνέλπιστος π. Plut.);
2 (в драме), перипетия, поворот, (действия): ἔστι δὲ π. ἡ εἰς τὸ ἐναντίον τῶν πραττομένων μεταβολή Arst. перипетия есть поворот событий в противоположную сторону.
Greek Monolingual
η, ΝΑ περιπετής
1. απροσδόκητο και παράδοξο συμβάν που ενέχει κινδύνους και συνεπάγεται συγκινήσεις ή ταλαιπωρίες
2. (στο αρχαίο ελληνικό δράμα) αιφνίδια αναστροφή τών περιστάσεων, γύρω από την οποία περιστρέφεται πλέον η πλοκή, όπως λ.χ. η ανακάλυψη από τον Οιδίποδα της πραγματικής καταγωγής του
3. απροσδόκητο πάθημα, απρόοπτο ατύχημα
νεοελλ.
ξαφνική και σύντομη ερωτική ιστορία
αρχ.
1. αιφνίδια μεταβολή της κανονικής τάξης («οἱ δὲ κάραβοι κρατοῦσι μὲν τῶν μεγάλων ἰχθύων καὶ τις συμβαίνει περιπέτεια τούτων ἐνίοις», Αριστοτ.)
2. απρόοπτη μεταστροφή της τύχης ή της κατάστασης της ζωής ενός ανθρώπου από το καλό στο κακό και, σπανιότερα, από το κακό στο καλό, δηλ. ξαφνική ευτυχία ή δυστυχία («περιπετείας μείζους τῶν ἐν τῷ προειρημένῳ πολέμῳ συμβάντων», Πολ.)
3. πλοκή, υπόθεση δραματικού έργου
4. φρ. α) «περιπέτεια τοῦ λόγου» — πολλαπλή διατύπωση τών επιχειρημάτων
β) «περιπέτειαι του λόγου» — κοινές εκφράσεις που προκαλούν εντύπωση.
Greek Monotonic
περιπέτεια: ἡ, στριφογύρισμα, δηλ. αιφνίδια μεταβολή της τύχης, γύρω από την οποία περιστρέφεται η πλοκή της τραγωδίας, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
περιπέτεια: ἡ, (περιπετὴς) περιστροφή, δηλ. αἰφνίδιος μεταβολὴ τῆς τύχης ἢ τῆς καταστάσεως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 19, Πολύβ. 1. 13, 11, κτλ.· σπανίως ἀπὸ τοῦ κακοῦ εἰς τὸ καλόν, ὁ αὐτ. 22. 9, 16· ― καθόλου, παράδοξον ἢ ἀπροσδόκητον συμβάν, ὁ αὐτ. 9. 12, 6., 38. 1, 2, κ. ἀλλ. 2) μάλιστα ἡ αἰφνίδιος ἀναστροφὴ τῶν περιστάσεων, περὶ ἣν ἡ πλοκὴ τραγῳδίας περιστρέφεται, οἵα ἡ ὑπὸ τοῦ Οἰδίποδος ἀνακάλυψις τῆς καταγωγῆς του, ἔστι δὲ π. ἡ ἐναντίον τῶν πραττομένων μεταβολὴ Ἀριστ. Ποιητ. 11, 1, πρβλ. 6, 177., 16, 5, Ρητορ. 1. 11, 24· καὶ ἴδε περιπετὴς ΙΙΙ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 302.
Middle Liddell
περιπέτεια, ἡ,
a turning right about, i. e. a sudden change of fortune, such as that on which the plot in a Tragedy hinges, Arist. [from περιπετής
Mantoulidis Etymological
(=ξαφνική μεταβολή τῆς τύχης). Ἀπό τό περιπετής (=αὐτός πού πέφτει γύρω, αὐτός πού πέφτει στή δυστυχία), πού παράγεται ἀπό τό περιπίπτω → περί + πίπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.