δώσων

English (LSJ)

οντος, ὁ, fut. part. of δίδωμι, always going to give, always promising: hence Δώσων as a name of Antigonus II, Plu.Cor.11.

German (Pape)

[Seite 696] οντος, ὁ, geben wollend; der stets verspricht, aber nichts giebt, Beiname des Antigonus Il. von Macedonien, s. Plut. Coriol. 11.

Greek Monotonic

δώσων: -οντος, ὁ, μτχ. μέλ. του δίδωμι, αυτός που προτίθεται πάντα να δώσει· το Δώσων ως προσωνύμιο του Αντιγόνου του Βʹ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δώσων, οντος, ὁ,
fut. part. of δίδωμι, always going to give: Δώσων as a name of Antigonus II, promiser, Plut.