εγκληματικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐγκληματικός, -ή, -ό)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έγκλημα
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως έγκλημα («εγκληματική αδιαφορία»)
μσν.
1. ως επίθ. ποινικός
2. ως ουσ. εγκληματίας
αρχ.
αυτός που έχει κλίση προς την κατηγορία, φιλόδικος.