και εγχαράζω (AM ἐγχαράσσω)χαράζω, κάνω εντομές πάνω σε μέταλλο ή άλλο σκληρό υλικόνεοελλ.κάνω να αποτυπωθεί βαθιά στη μνήμη μουαρχ.εντέμνω.