εγχαράσσω

Greek Monolingual

και εγχαράζω (AM ἐγχαράσσω)
χαράζω, κάνω εντομές πάνω σε μέταλλο ή άλλο σκληρό υλικό
νεοελλ.
κάνω να αποτυπωθεί βαθιά στη μνήμη μου
αρχ.
εντέμνω.