εικονομάχος
Greek Monolingual
ο (AM εἰκονομάχος)
1. ο εχθρός τών εικόνων, αυτός που επιδιώκει την απομάκρυνσή τους από τους ναούς
2. οπαδός της εικονομαχίας.
ο (AM εἰκονομάχος)
1. ο εχθρός τών εικόνων, αυτός που επιδιώκει την απομάκρυνσή τους από τους ναούς
2. οπαδός της εικονομαχίας.