εἰκονομάχος
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
German (Pape)
[Seite 727] gegen die Bilder streitend, Bilderstürmer, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκονομάχος: -ον, πολέμιος τῶν ἁγίων εἰκόνων, Δαμασκ. ΙΙ. 328Β.
Greek Monolingual
ο (AM εἰκονομάχος)
1. ο εχθρός τών εικόνων, αυτός που επιδιώκει την απομάκρυνσή τους από τους ναούς
2. οπαδός της εικονομαχίας.